καθαμαξεύω

καθαμαξεύω
καθαμαξεύω (Α)
1. κατατρίβω με τους τροχούς τής άμαξας
2. μτφ. πιέζω, συνθλίβω, συντρίβω («καθημάξευσε ταῑς συμφοραῑς», Ευνάπ.)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καθημαξευμένος, -η, -ον
α) διεφθαρμένος
β) κοινός, συνηθισμένος, τετριμμένος, πεπατημένος
γ) (για γυναίκα) διεφθαρμένη, κοινή, πόρνη («γύναιον καθημαξευμένον ὑπὸ παντὸς τοῡ προσιόντος», Αιλ.).
επίρρ...
καθημαξευμένως (Α)
τετριμμένα, κοινά, συνηθισμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἁμαξεύω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καθημαξευμένως — (Α) επίρρ. κοινώς, συνηθισμένα, τετριμμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. καθημαξευμένος τού ρ. καθαμαξεύω] …   Dictionary of Greek

  • καταμαξεύω — (Α) ιων. τ. βλ. καθαμαξεύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”